ἀπ-άγω

ἀπ-άγω

ἀπ-άγω (s. ἄγω), 1) ab-, wegführen, νόσφιν ἀπήγαγε Od. 4, 289; ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπήγαγε τὴν στρατιήν Her. 1, 164, abmarschiren lassen, wie Thuc. 1, 28. 7, 48; ἀπὸ τῆς πόλεως στράτευμα Xen. Cyr. 7, 5, 1; oft ohne στρατιάν, abziehen, z. B. Hell. 1, 1, 34; παρά τινα Her. 6, 119. – 2) zurück-, heimführen, Il. 18, 326; οἴκαδε Od. 15, 436; 16, 370; Plat. Legg. XII, 943 d; ἀπάγειν ὀπίσω Her. 9, 117. – 3) abtragen, was man zu bringen verpflichtet ist, z. B. φόρον Ar. Vesp. 707; δασμόν Xen. Cyr. 5, 3, 25; ἵππους 4, 5, 35; ὃ δέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον Thuc. 5, 53, vgl. ἀπαγινέω. Aehnl. ϑεωρίαν εἰς Δῆλον Plat. Phaed. 58 d u. Od. 18, 278 von Freiern, welche der Braut die schuldigen Geschenke darbringen, αὐτοὶ τοί γ' ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα, κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν. – 4) in athen. Gerichtssprache, anklagen, od. den auf der That, über einem offenkundigen Verbrechen Ertappten vor die Behörde schleppen u. verhaften, ἀπάγειν κλέπτην ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰληφώς Dem. 45, 81; λωποδύτην Lys. 13, 68; ὡς γόης Plat. Men. 80 b; ἐάν τις ἀπαχϑῇ τῶν γονέων κακώσεως ἑαλωκώς Dem. 24, 105; εἰς δεσμωτήριον Lys. 12, 25. 26; Din. 2, 9; εἰς φυλακήν Pol. 5, 15. 16. 38 u. öfter; übh. mit Gewalt fortschleppen, μετὰ βίας εἰς οἶκον 12, 16; vgl. Harpocr. ἀπάγειν ἐπὶ τῶν κακούργων, ἀπήγοντο δὲ πρὸς τοὺς ἕνδεκα; so τοῖς ἕνδεκα Dem. 24, 113; zum Tode abführen, τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. ὁδόν; auch absolut, 19, 279. – 5) vom rechten Wege abführen, bes. durch sophistische Redekünste, ἐπὶ τοὐναντίον Plat. Phaedr. 262 b; ἄποϑεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος Aesch. 3, 100; ἀπὸ τῆς ὑποϑέσεως Dem. 19, 242; τὸ πρᾶγμα ἀπὸ τῶν πεπραγμένων εἰς γέλωτα 54, 13; vgl. noch Thuc. 2, 59 a. E. – 6) intrans., so daß ἑαυτόν zu ergänzen, sich davonmachen, weggehen, Xen. Cyr. 7, 2, 5. Vgl. ἄπαγε. – Med., für sich wegführen, od. mit sich, Soph. Phil. 1018; οἰκέτας καὶ χρήματα Xen. An. 6, 4, 1; νεκρούς Hell. 4, 4, 13; zur Frau nehmen, κόραν Pind. P. 4, 123; παρϑένον Her. 1, 196; γυναῖκα Xen. Cyr. 3, 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άγω — βλ. πίν. 135 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: άγω, άγομαι : κυρίως σε στερεότυπες εκφρ., όπως άγεται και φέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁγώ — ἀγώ , ἀγός leader masc nom/voc/acc dual ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ἄγω — ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — άγομαι (συνήθως σύνθετο: εξάγω, εισάγω, παράγω, προάγω κτλ.), φέρνω, οδηγώ: Αυτός άγεται και φέρεται από τη μητέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγῶ — ἀ̱γῶ , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀ̱γῶ , ἀγάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres imperat mp 2nd sg ἀγάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῷ — ἀγάω pres opt act 3rd sg ἀγάζω exalt overmuch fut opt act 3rd sg ἀγός leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώ — ἀγός leader masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἄγω — ἄγω , ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω , ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω , ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”