- παρά-λειψις
παρά-λειψις, das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καϑηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-λειψις, das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καϑηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek