ἀπ-ηνής

ἀπ-ηνής

ἀπ-ηνής, ές (den Ggstz bilden ἐνηής u. προςηνής), unfreundlich, hart, νόος Iliad. 16, 35. 23, 484 Od. 18, 381; ϑυμός Od. 23, 97. 230; ϑυμὸς ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής Iliad. 15, 94. 23, 6 l 1; μῦϑον ἀπηνέα τε κρατερόν τε 15, 202; βασιλεύς 1, 340; Od. 19, 329 ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ; Ar. Nub. 961; neben ἀκήλητος Theocr. 22, 169; καὶ ἄγριος Plat. Legg. XII, 950 b; εἴ τίσοι ἀπηνὲς εἴπομεν Phaedr. 257 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Τὴν δ’ ἥνης’, ἢ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν. — τὴν δ’ ἥνης’, ἢ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν. См. Суд Париса …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… …   Dictionary of Greek

  • αιανής — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιδάμαντα, που σκοτώθηκε ακούσια από τον Πάτροκλο στην παιδική του ηλικία και έγινε επώνυμος του ιερού άλσους Αιανεία, κοντά στην Οπούντα. * * * αἰανής, ές (Α) 1. οδυνηρός, σκληρός, φοβερός, επαχθής 2. αιώνιος,… …   Dictionary of Greek

  • προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… …   Dictionary of Greek

  • σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… …   Dictionary of Greek

  • ans- —     ans     English meaning: favourable     Deutsche Übersetzung: “wohlgeneigt, gũnstig sein”     Material: Goth. ansts f., O.H.G. anst and (zero grade) unst, M.H.G. gunst from *ge unst, O.E. ēst “ favour, mercy “, O.N. ōst, ǭst “ favour, love… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • суд Париса — (о красоте трех богинь и вручении яблока красивейшей) Ср. Ее сиятельство... расспрашивала, все ли красавицы петербургские ездят ко двору и нет ли какой в городе, ей неизвестной; когда же Василий Кириллович (Тредьяковский), как новый Парис, вручил …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Суд Париса — Судъ Париса (о красотѣ трехъ богинь и врученіи яблока красивѣйшей). Ср. Ея сіятельство... разспрашивала, всѣ ли красавицы петербургскія ѣздятъ ко Двору и нѣтъ ли какой въ городѣ, ей неизвѣстной; когда же Василій Кирилловичъ (Третьяковскій), какъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • O-ISTI — formula compellandi, quâ saepius paganos sive Ethnicos, in quos acri suô ab Africa acetô invehitur, in clamat Arnobius, i. e. Fatui et scelesti homines. Vide Barthium Adversar. l. 9. c. 10. et l. 53. c. 10. l. 55. c. 13. Ita Graecis, ὦ οὗτος, ὦ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απηνής — ές (AM ἀπηνής) σκληρός, αμείλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με μια σειρά συνθέτων σε ηνής (πρβλ. πρανής κ. πρηνής, προσηνής, σαφηνής) δικαιολογεί ως α συνθετ. το από, δεν ορίζει όμως με βεβαιότητα το β συνθετικό η σύνδεση… …   Dictionary of Greek

  • γαληνής — γαληνής, ές (Α) ο γαληνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαληνός, μεταπλασμένο αναλογικά κατά τα επίθετα σε ηνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”