ἀ-ποίκιλος

ἀ-ποίκιλος

ἀ-ποίκιλος, nicht bunt, einfach, Iambl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποικίλος — many coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο διάφορος, πολύμορφος: Στον κήπο μας έχουμε ποικίλα άνθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλώτερον — ποικίλος many coloured adverbial comp ποικίλος many coloured masc acc comp sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλα — ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc pl ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc/acc dual ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτάτων — ποικίλος many coloured fem gen superl pl ποικίλος many coloured masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέραις — ποικίλος many coloured fem dat comp pl ποικιλωτέρᾱͅς , ποικίλος many coloured fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέρων — ποικίλος many coloured fem gen comp pl ποικίλος many coloured masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλώτατα — ποικίλος many coloured adverbial superl ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλώτατον — ποικίλος many coloured masc acc superl sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλον — ποικίλος many coloured masc acc sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”