- ἀπο-θῡμίᾱσις
ἀπο-θῡμίᾱσις, ἡ, das Aufdampfen, Plut. Symp. 3, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θῡμίᾱσις, ἡ, das Aufdampfen, Plut. Symp. 3, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμίαση — η (Α θυμίασις) [θυμιώ] θυμιάτισμα, λιβάνισμα αρχ. αναθυμίαση, εξάτμιση («θυμιάσεων τῶν ἀπὸ τῆς γῆς», Πορφ.) … Dictionary of Greek