- ἀπο-θησαυρίζω
ἀπο-θησαυρίζω, aufbewahren, Luc. Alex. 23 εἰς πλοῦτον, aufspeichern; τοῦ πολλοὺς τῶν καρπῶν ἀποϑησαυρίζεσϑαι D. Sic. 5, 75; ἀποϑησαυρισϑείη Ael. N. A. 14, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θησαυρίζω, aufbewahren, Luc. Alex. 23 εἰς πλοῦτον, aufspeichern; τοῦ πολλοὺς τῶν καρπῶν ἀποϑησαυρίζεσϑαι D. Sic. 5, 75; ἀποϑησαυρισϑείη Ael. N. A. 14, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θησαυρίζω — θησαύρισα, θησαυρίστηκα, θησαυρισμένος 1. αμτβ., αποκτώ πλούτη: Θησαύρισε από τις επιχειρήσεις του. 2. μτβ., συγκεντρώνω, αποταμιεύω: Θησαυρίζω πλούτη. – Θησαυρίζω υλικά αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… … Dictionary of Greek
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek