παρά-νομος

παρά-νομος

παρά-νομος, wider Sitte und Gesetz; ὀργή, δάκος, grausam, Eur. Bacch. 997 Troa. 284; neben ἀνόσια, Ar. Th. 684; gesetzwidrig, widerrechtlich, διὰ τὴν παράνομον οἴκησιν, Thuc. 2, 17; παράνομος δὴ δόξει γεγονέναι ἐκ νομίμου, Plat. Rep. VII, 539 a; Ggstz ἔννομος, Polit. 302 e; παράνομόν τι δρᾶσαι ἢ εἰπεῖν, Rep. VIII, 538 b; διακωλύων πολλὰ ἄδικα καὶ παράνομα ἐν τῇ πόλει γίγνεσϑαι, Apol. 31 e; παράνομα γρά-φειν, den bestehenden Gesetzen widerstreitende Vorschläge machen, Aesch. 3, 196; ἐπειδὰν μὴ λυϑῇ τὸ παράνομον, 197; γραφὴ παρανόμων u. παρανόμων γράφεσϑαί τινα, Einen anklagen, daß er ein Gesetz vorgeschlagen habe, welches den alten, bestandenen zuwiderlaufe, 3, 191. 194 u. oft; auch τῶν παρανόμων, Lycurg. 7; Aesch. a. a. O. 196. 200; Dem. u. A. – Adv. παρανόμως, auf gesetzwidrige, unerlaubte Weise; Thuc. 3, 65; ἄρχειν, Lys. 12, 48, wie Plat. Polit. 302 e, im Ggstz von κατὰ νόμους; ὅςτις δρᾷ τοιοῦτον παρανόμως, Legg. XII, 941 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Άρτης, νομός — Νομός (1.612 τ. χλμ., 78.134 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τον νομό Ιωαννίνων, στα Δ με τον νομό Πρεβέζης, στα Α με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και… …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

  • Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”