ἀπο-ξέω

ἀπο-ξέω

ἀπο-ξέω (s. ξέω), abhauen, ἀπὸ δ' ἔξεσε χεῖρα Il. 5, 81; eigtl. abschaben, κηρόν Luc. Somn. 2; übertr., αἰδῶ τοῠ προσώπου Alciphr. 3, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξόανο — Έτσι ονομάζονταν τα ξύλινα ή λίθινα αγάλματα ή είδωλα, που ήταν και τα πρώτα δοκίμια της ελληνικής γλυπτικής. Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό και ότι ήταν έργα θεών ή ηρώων, γι’ αυτό και τα ονόμαζαν διιπετή και τα λάτρευαν με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… …   Dictionary of Greek

  • ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υποξέω — Μ 1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο 2. σφουγγίζω κάτι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοξέστης — ο, Ν όργανο με το οποίο αποξέονται γράμματα από το γραμμένο χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω», πρβλ. ξέστρα), πρβλ. οδοντο ξέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

  • ερωτόξεστος — ἐρωτόξεστος, ον (Μ) αυτός που πλάστηκε από τον έρωτα, θελκτικός («ἐρωτόξεστον μορφήν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ξεστός < ξέω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”