ἀπο-δίομαι

ἀπο-δίομαι

ἀπο-δίομαι, wegjagen, Iliad. 5, 763 μάχης ἐξ ἀποδίωμαι, Bekker ἐξαποδίωμαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”