ἀπο-δείκνυμι

ἀπο-δείκνυμι

ἀπο-δείκνυμι (s. δείκνυμι), 1) vorzeigen, aufweisen, λόγον, die Rechnung, Her. 7, 119; μαρτύρια 5, 45; παῖδας πολλούς 1, 136; vgl. Plat. Legg. VI, 783 d; Sp., z. B. νεὼς ἀποδέδεικται, ist fertig erbaut, Luc. Tox. 5; ἐνέχυρον, χρήματα, um sie zu übergeben, Her. 2, 136. 8, 36; vgl. B. A. 419, wo es παρέδωκα erklärt ist; Xen. An. 5, 8, 7; τέμενός τινι, βωμόν, weihen, Her. 5, 89. 7, 178; ϑέατρον, einweihen, Plut. Luc. 29. – 2) mit doppeltem acc., als etwas vorzeigen, wozu machen, ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε Her. 3, 130; τὸ μαντήϊον ψευδόμενον 2, 133; τινὰ μοχϑηρόν Ar. Ran. 1011; ἀγριώτερα Plat. Gorg. 516 b; παῖδας βελτίους Xen. Cyr. 1, 2, 5; μαϑητὰς μιμητάς Mem. 1, 6, 3; τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας Cyr. 1, 6, 18; ἐλπίδας κενάς Pol. 6. 58, vereiteln; ζηλωτὸν τὸν πατέρα Luc. Somn. 8; Κλεομένεα στρατηγὸν τῆς στρατιῆς ἀποδέξαντες Her. 5, 64; öfter βασιλέα, μυριάρχας u. ä.; pass., Δαρεῖος βασιλεὺς ἀπεδέδεκτο 3, 88; öfter bei Xen. u. Folgdn, wo eigtl. der Begriff, den Erwählten, Ernannten öffentlich als solchen vorstellen, zum Grunde liegt; νόμους, öffentlich bekannt machen, Hell. 2, 3, 8. – 3) erklären, beweisen, mit Gründen klar machen, mit folgdm ὡς Plat. Rep. V, 472 d; öfter ὅτι; auch partic., τοὺς ῥήτορας νοῦν ἔχοντας Gorg. 466 e; vgl. 454 a; Xen. Mem. 3, 6, 8; pass., τοῦτο ὀρϑῶς ἀπεδείχϑη Plat. Prot. 359 d; vgl. ἀλκιμωτάτους αὐτοὺς ἀπεδείκνυε, τεκμήρια παρεχόμενος Xen. Hell. 7, 1, 12; τινὰ ξένον, beweisen, daß einer ein Ausländer ist, Ar.; vgl. Eur. Ion. 879. – 4) Med., γνώμην, seine Ansicht auseinander setzen, Her. 4, 97 u. öfter; Thuc. 1, 87; Lys. 12, 7; auch allein, Xen. An, 5, 2, 9; ἔργα, ein Werk vollbringen, Her. 2, 36 u. öfter; Plat. Alc. I, 119 e; χώματα, στρατηΐην, Her. 1, 184. 2, 111 u. ä.; ἀρετὰς μεγάλας Pind. N. 6, 49; στάσιν Aesch. Prom. 1089; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …   Dictionary of Greek

  • δικτάτορας — και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, ωρος και ορος) νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες 2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες 3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του… …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… …   Dictionary of Greek

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”