ἀπο-βιάζομαι

ἀπο-βιάζομαι

ἀπο-βιάζομαι, mit Gewalt fortdrängen, Pol. 16, 24; gewaltthätig verfahren, Xen. Cyr. 1, 3, 19; Plut. oft. – Pass. ἀποβιασϑῆναι Xen. Cyr. 4, 2, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βιάζομαι — 1 βιάστηκα βλ. πίν. 36 (προφ. βιάζομαι) 2 βιάστηκα, βιασμένος βλ. πίν. 36 (προφ. βι άζομαι) Σημειώσεις: 1 βιάζομαι : με προφορά βιάζομαι (→ δείχνω βιασύνη) συνήθως δεν έχει ενεργητική φωνή. 2 βιάζομαι (προφ. βι άζομαι) : η λόγια μτχ. βεβιασμένος… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… …   Dictionary of Greek

  • σπέρχω — Α 1. θέτω σε ταχεία κίνηση, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἢπειγεν, ἠνάγκαζεν, ἔσπερχε τρέχειν», Λουκιαν.) 2. (μέσ. και παθ.) σπέρχομαι α) κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι («ὁπότε σπερχοίατ Ἀχαιοί... φέρειν Ἄρηα», Ομ. Ιλ.) β) σπεύδω από οργή …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”