ἀπο-κλάω

ἀπο-κλάω

ἀπο-κλάω (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποκεκλασμένον — ἀπό κλάω cry perf part mp masc acc sg ἀπό κλάω cry perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκλάσατο — ἀπό , ἐκ λάζομαι seize aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀπό , ἐκ λάζω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀπό κλάω cry aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκλάσθη — ἀπό , ἐκ λάζομαι seize aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀπό , ἐκ λάζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἀπό κλάω cry aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκλᾶτο — ἀπό , ἐκ λάω 1 imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀπό κλάω cry imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκλασαν — ἀπό , ἐκ λάζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό κλάω cry aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκλασε — ἀπό , ἐκ λάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό κλάω cry aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκλασεν — ἀπό , ἐκ λάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό κλάω cry aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκλασμένους — ἀπό κλάω cry perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπεκλάσθη — πρό , ἀπό , ἐκ λάζομαι seize aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) προαπεκλάσθη , πρό , ἀπό , ἐκ λάζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) προαπεκλάσθη , πρό , ἀπό κλάω cry aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”