- παρά-κτησις
παρά-κτησις, ἡ, Nebenbesitz, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-κτησις, ἡ, Nebenbesitz, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek