ἀπο-κτείνω

ἀπο-κτείνω

ἀπο-κτείνω (s. κτείνω), tödten; von Hom. an überall; Od. 22, 167 ἤ μιν ἀποκτείνω, 16, 432 ἀποκτείνεις, Iliad. 11, 154 ἀποκτείνων, 9, 543 ἀπέκτεινεν, Od. 5, 18 ἀποκτεῖναι, Iliad. 22, 423 ἀπέκτανε, Od. 14, 271 ἀπέκτανον, 12, 301 ἀποκτάνῃ, Od. 23, 121 ἀπέκταμεν, Iliad. 20, 165 ἀποκτάμεναι, 5, 675 ἀποκτάμεν, 15, 437 ἀπέκτατο, 4, 494 ἀποκταμένοιο, 23, 775 ἀποκταμένων. Bei den Att. häufiger als das simplex, bes. im fut., ἀποκτενεῖ Plat. Gorg. 511, u. aor. I. act.; den aor. II. verwerfen die Atticisten; perf. ἀπεκτόνατε Plat. Apol. 38 c; martern, quälen, Eur. Hipp. 1064; zum Tode verurtheilen, mit dem Tode bestrafen, Plat. Apol. 39 d u. öfter; zum Tode verurtheilen lassen, hinrichten lassen, ῥήτορες, οὓς ἂν βούλωνται Gorg. 466 c, u. Folgde; öfter vom Ankläger, Xen. Hell. 2, 3, 21; vom Richter, das Todesurtheil sprechen, Plat. apol. 39 d; Dem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… …   Dictionary of Greek

  • καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • περικτείνομαι — Α (επικ. τ.) φονεύομαι γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κτείνω «σκοτώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανδροκτόνος — (androctonus). Γένος αρθροπόδων που ζουν σε χώρες της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της κεντρικής Ασίας. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 10 εκ. και έχουν ανοιχτό κίτρινο χρώμα. Οι α. συγγενεύουν με τους σκορπιούς. Ζουν κάτω από πέτρες και… …   Dictionary of Greek

  • αρηϊκτάμενος — ἀρηϊκτάμενος, η, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω] …   Dictionary of Greek

  • εθνοκτόνος — ο αυτός που καταστρέφει το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + κτόνος < κτείνω «σκοτώνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”