ἀπο-ψηφίζομαι

ἀπο-ψηφίζομαι

ἀπο-ψηφίζομαι, med., 1) durch seine Stimme lossprechen, für die Freisprechung stimmen, Plat. Apol. 34 b; τινός, öfter bei Rednern, Ggstz καταψηφίζεσϑαι Antiph. 6, 10; Lys. 6, 37; Dem. 59, 111. – 2) durch Abstimmen verwerfen, absol., Xen. An. 1, 4, 15 u. sonst; νόμον Plat. Legg. VII. 800 d; dagegen stimmen, μή c. inf., Xen. Hell. 3, 5, 8; Din. 2, 9; Dem. 19, 174. Ggstz δέχομαι 10, 34; ausstoßen, aus einem Demos, 57, 11. 56; vgl. ἔστ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν ϑεῶν Ἔρως Aristophon. Ath. XIII, 563 b; ἀποψηφίζεται τοῠ πολιτεύματος Plut. Phoc. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”