- ἀπο-χειρίζω
ἀπο-χειρίζω, die Hand abnehmen, Suid. im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-χειρίζω, die Hand abnehmen, Suid. im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποκεχειρισμένον — ἀπό χειρίζω handle perf part mp masc acc sg ἀπό χειρίζω handle perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεχειρίσθη — ἀπό χειρίζω handle aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχειρίζω — Α 1. διαχειρίζομαι από κοινού με άλλον 2. παθ. συγχειρίζομαι (σχετικά με νόσο) θεραπεύομαι με τον ίδιο τρόπο ή με την ίδια μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρίζω «διαχειρίζομαι, εγχειρίζω»] … Dictionary of Greek
χειριστήρας — ο, Ν το χειριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρίζω / ομαι + κατάλ. τήρ(ας)*. Η λ., στον λόγιο τ. χειριστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
χειριστήριο — το, Ν 1. (ηλεκτρ.) χειροκίνητος διακόπτης, που προκαλεί με τον χειρισμό του διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικού κυκλώματος και, μέσω αυτού, μεταβολή τής λειτουργικής κατάστασης μιας μηχανής ή εγκατάστασης 2. τεχνολ. πίνακας εφοδιασμένος… … Dictionary of Greek
χειριστής — ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν [χειρίζω / ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού») 2. τηλεγραφητής 3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου 4. ναυτ. ναυτικός στην… … Dictionary of Greek