- ἀπο-χρίω
ἀπο-χρίω, abstreifen, abschaben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-χρίω, abstreifen, abschaben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
ἀπόχριε — ἀπόχρῑε , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly pres imperat act 2nd sg ἀπόχρῑε , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχριομένη — ἀποχρῑομένη , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχρίειν — ἀποχρί̱ειν , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχρίεσθαι — ἀποχρί̱εσθαι , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχρίσαντες — ἀποχρί̱σαντες , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχρίσας — ἀποχρί̱σᾱς , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόχρισον — ἀπόχρῑσον , ἀπό χρίω touch the surface of a body slightly aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek
χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… … Dictionary of Greek