- ἀπο-φθινύθω
ἀπο-φθινύθω, umkommen, Iliad. 5, 643 ἀποφϑινύϑουσι λαοί; 16, 540 οἳ ϑυμὸν ἀποφϑινύϑουσι, accus. Graec., oder ἀποφϑ. transitiv, verzehren; Eur. frgm.; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-φθινύθω, umkommen, Iliad. 5, 643 ἀποφϑινύϑουσι λαοί; 16, 540 οἳ ϑυμὸν ἀποφϑινύϑουσι, accus. Graec., oder ἀποφϑ. transitiv, verzehren; Eur. frgm.; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek