φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
ἀναπεφραγμέναι — ἀνά , ἀπό φράζω point out perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεφραγμένᾱͅ , ἀνά , ἀπό φράζω point out perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀνά ἀποφράγνυμι fence off perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεφραγμένᾱͅ , ἀνά ἀποφράγνυμι fence off perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
ναύφρακτος — και αττ. τ. ναύφαρκτος, ον (Α) 1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος» 3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν… … Dictionary of Greek
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
επιφράσσω — (Α ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) [φράσσω] φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… … Dictionary of Greek
περιείργω — και περιέργω Α κλείνω, φράζω κάτι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εἵργω / ἔργω «εγκλείω, φράσσω»] … Dictionary of Greek
σανιδόφρακτος — και σανιδόφραχτος, η, ο, Ν (για χώρους) φραγμένος με σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. σιδηρό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Ν. Τριανταφύλλου] … Dictionary of Greek