ἀπο-φρἁσσω

ἀπο-φρἁσσω

ἀπο-φρἁσσω, att. -φράττω, verzäunen, absperren, τὰς τοῦ πνεύματος ἐξόδους Plat. Tim. 91 c; verstopfen, τὰς ἀκοάς Luc. Philop. 1; ἀποφραττόμενοι οἱ συνήγοροι, denen das Maul gestopft wird, Luc. Iup. Trag. 22; ἀποφράξασϑαί τινα, Einem den Weg verrammen, Thuc. 8, 104.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • ἀναπεφραγμέναι — ἀνά , ἀπό φράζω point out perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεφραγμένᾱͅ , ἀνά , ἀπό φράζω point out perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀνά ἀποφράγνυμι fence off perf part mp fem nom/voc pl ἀναπεφραγμένᾱͅ , ἀνά ἀποφράγνυμι fence off perf part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • ναύφρακτος — και αττ. τ. ναύφαρκτος, ον (Α) 1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος» 3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν… …   Dictionary of Greek

  • άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • επιφράσσω — (Α ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) [φράσσω] φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… …   Dictionary of Greek

  • περιείργω — και περιέργω Α κλείνω, φράζω κάτι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εἵργω / ἔργω «εγκλείω, φράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • σανιδόφρακτος — και σανιδόφραχτος, η, ο, Ν (για χώρους) φραγμένος με σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. σιδηρό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Ν. Τριανταφύλλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”