ἀπο-τμήγω

ἀπο-τμήγω

ἀπο-τμήγω, p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τμήγω — Α 1. τέμνω, κόβω, σχίζω 2. μέσ. τμήγομαι ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.) 3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη …   Dictionary of Greek

  • αποτμήγω — ἀποτμήγω (Α) (επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τμήγω («κόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά] …   Dictionary of Greek

  • ημιτμήξ — ἡμιτμήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κομμένος στη μέση, διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο τμήξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”