- ἀπο-τίμησις
ἀπο-τίμησις, ἡ, Abschätzung, a) Verpfändung, Hypothek, Dem. 31, 10. – b) Census, πολιτῶν Plut. Crass. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τίμησις, ἡ, Abschätzung, a) Verpfändung, Hypothek, Dem. 31, 10. – b) Census, πολιτῶν Plut. Crass. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek