- ἀ-ποτί-βατος
ἀ-ποτί-βατος, dor. p. für ἀπρόςβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροςπέλαστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ποτί-βατος, dor. p. für ἀπρόςβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροςπέλαστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.