ἀπο-τοξεύω

ἀπο-τοξεύω

ἀπο-τοξεύω, Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; τόξευμα Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • καταδοξεύω — (Μ) τοξεύω με ευστοχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοξεύω «τοξεύω» (< τοξεύω, με τροπή τού τ σε δ από παρετυμολογική σύνδεση με το δόξα, πρβλ. και δοξάτορας, δοξάρι)] …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπεροϊστεύω — Μ τοξεύω πέρα ή πάνω από κάποιον, υπερτερώ στο τόξευμα, υπερακοντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀϊστεύω «τοξεύω, ρίχνω βέλη»] …   Dictionary of Greek

  • δοξεύω — (Μ δοξεύω) 1. βάλλω, χτυπώ με τόξο 2. τραυματίζω με βέλος 3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωτα μσν. 1. (για μέλισσα) κεντρίζω 2. προσβάλλω, διασύρω 3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] …   Dictionary of Greek

  • παρατόξευσις — ἡ, ΜΑ μσν. τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευση αρχ. 1. εκτόξευση προς τα πλάγια 2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τοξεύω] …   Dictionary of Greek

  • υποτοξεύομαι — Α [τοξεύω] βρίσκομαι σε απόσταση βολής από τοξευτές που βρίσκονται σε χαμηλότερο σημείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”