- ἀπο-τηγανίζω
ἀπο-τηγανίζω, auf dem Rost braten, ὥσπερ μαινί. δας, τὸ λῄδιον Machon. bei Ath. XIII, 582 e; Geröstetes essen, ἀπὸ τοῦ τηγάνου ἐσϑίειν Phryn. com. bei Ath. VI, 229 a. Vgl. ἀποταγηνίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τηγανίζω, auf dem Rost braten, ὥσπερ μαινί. δας, τὸ λῄδιον Machon. bei Ath. XIII, 582 e; Geröstetes essen, ἀπὸ τοῦ τηγάνου ἐσϑίειν Phryn. com. bei Ath. VI, 229 a. Vgl. ἀποταγηνίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπετηγανίζετο — ἀπό τηγανίζω fry in a imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετηγάνισα — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετηγάνισαν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετηγάνισε — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετηγάνισεν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek
φρικασέ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού από κρέας και διάφορα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fricassee «τηγανητό κρέας, καπαμάς» < ρ. fricasser «τηγανίζω κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα»] … Dictionary of Greek
ξεροτηγανίζω — ξεροτηγάνισα, ξεροτηγανίστηκα, ξεροτηγανισμένος 1. τηγανίζω με λίγο λάδι ή βούτυρο: Σώθηκε το λάδι και τα ψάρια ξεροτηγανίστηκαν. 2. κάνω κάτι πολύ ξερό από το πολύ τηγάνισμα: Τις ξεροτηγάνισες τις πατάτες. 3. μτφ., ταλαιπωρώ, ενοχλώ υπερβολικά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)