ἀπο-τελέω

ἀπο-τελέω

ἀπο-τελέω (s. τελέω), 1) beendigen, vollenden, Her. 5, 92; ἔργα Plat. Polit. 308 e; χῶμα ἐν πένϑ' ἡμέραις ἀποτελούμενον Legg. XII, 958 e; γωνίας Tim. 55 b; übh. ein Ausdruck der Mathematiker, eine Figur beschreiben; ἡ μάχη ἀπετελέσϑη Pol. 5, 86 u. öfter; – 2) zu etwas machen, ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat. Polit. 297 b; τὴν πὀλιν ἡμῖν εὐδαίμονα ἀποτελεῖ Legg. IV, 718 b, u. sonst; τοιούτους ἄνδρας, ὥστε Pol. 6, 52, u. öfter, Auch pass., τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Plat. Rep. VIII, 566 d u. öfter. – 3) etwas, was man zu leisten verpflichtet ist, leisten, Her. 4, 180; τὰ προςταχϑέντα Plat. Legg. VII, 823 d; τὰ προςήκοντα, seine Schüldigkeit thun, Critia 108 d; Xen. Cyr. 5, 1, 14; τὰ καϑήκοντα 1, 2, 5; ἀπαρχήν, die Erstlinge als Opfer darbringen, Plat. Legg. VII, 806 e. Ebenso ἀπαρχάς, χαριστήρια, τὰ νομιζόμενα, τὰ δίκαια, den üblichen, bestimmten Tribut zahlen, Xen. Cyr. 3, 2, 18 ff; – ἀποτετελεσμέ νος ἀνήρ, ein vollkommener Mann, Hipp. 7, 4; ἀποτελεσϑῆναι πρὸς ἀρετήν, in der Tugend vollendet sein, Luc. Herm. 8; vgl. Andoc. 2, 3; – ἐπιϑυμίας Plat. Gorg. 508 d, u. öfter, Begierden befriedigen. – Ὁ Ἔρως ἀποτελούμενος περὶ τἀγαϑά, wird von Ar. erkl. »der verehrt wird«, Plat. Conv. 188 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”