- ἀπο-τύπωσις
ἀπο-τύπωσις, ἡ, das Abbilden, Nachahmen, Theophr.; Longin. 13, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τύπωσις, ἡ, das Abbilden, Nachahmen, Theophr.; Longin. 13, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… … Dictionary of Greek