ἀπο-τροπή

ἀπο-τροπή

ἀπο-τροπή, , 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Ggstz προτροπή Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροπή — η 1. μεταβολή κατεύθυνσης: Τροπή προς νότο. 2. μτφ., αλλαγή, τροποποίηση, μετατροπή: Τροπή του κλάσματος σε ακέραιο. 3. ανταλλαγή: Τροπή χρημάτων. 4. μεταβολή ενός φθόγγου σε έναν άλλο: Τροπή του η σε ω. 5. καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φ, φ — Το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το φ (όπως και τα χ, ψ, ω), αντίθετα με τα άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που προήλθαν από τροποποίηση σημιτικών γραμμάτων, είναι επινόηση των Ελλήνων, και χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση …   Dictionary of Greek

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

  • φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… …   Dictionary of Greek

  • μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… …   Dictionary of Greek

  • αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …   Dictionary of Greek

  • κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… …   Dictionary of Greek

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”