ἀπο-τρύω

ἀπο-τρύω

ἀπο-τρύω, abreiben, ermüden, γῆν ἀποτρύεται, er ermüdet durch Anbau die Erde, Soph. Ant. 339; ἀποτρύειν ἐλπίδα, ermüdet die Hoffnung aufgeben, Tr. 124, Schol. ἀπογνῶναι. Auch Sp., Plut. Aemil. Paul. 13: pass. C. Graech. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… …   Dictionary of Greek

  • τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • τρυτάνη — η, ΝΑ 1. η γλωσσίδα τού ζυγού που δείχνει το βάρος 2. (κατ επέκτ.) ζυγαριά, πλάστιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. τρύω «βασανίζω, ενοχλώ» (βλ. λ. τρύω), μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *τρυ τός με επίθημα άνη (πρβλ. βο τ άνη …   Dictionary of Greek

  • αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιτρύωνας — ( ων, ωνος), ο αυτός που παραθέτει σε φίλους πλούσιο γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ όνομα Ἀμφιτρύων (< Ἀμφι* + τρύω*). Η λ. φαίνεται να πήρε τη σημασία της από την κωμωδία «Αμφιτρύων» τού Μολιέρου, όπου ο ομώνυμος ήρωας, άνθρωπος πλούσιος και… …   Dictionary of Greek

  • τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… …   Dictionary of Greek

  • τρύμα — το / τρῡμα, ύματος, ΝΜΑ [τρύω] οπή που έχει προκύψει από τριβή νεοελλ. βοτ. δρύπη τής οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος» …   Dictionary of Greek

  • ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… …   Dictionary of Greek

  • θρυπτοφανάση — η (βιοχ.) ένζυμο που περιέχεται σε ορισμένα βακτήρια και το οποίο καταλύει τον σχηματισμό ινδολίου από θρυπτοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tryptophanase < trypto (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω) + phan (πρβλ. ε φάνην τού φαίνω) +… …   Dictionary of Greek

  • κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”