ἀπο-τρόπαιος

ἀπο-τρόπαιος

ἀπο-τρόπαιος, 1) abwendend, bes. Beiname der Unglück abwendenden Götter, averruncus, Paus. 2, 11, 2; Ἀπόλλων Ar. Plut. 854; ϑεοί Xen. Hell. 3, 3, 4; Plat. Legg. IX, 854 b; Ζεύς Luc. Alex. 4; ϑυσίαι Dion. Hal. 5, 54; vgl. Plut. qu. gr. 3. – 2) wovon man sich abwendet, abscheulich, unheilbringend, ϑέαμα, ἄκουσμα, Luc. Tim. 5 Gall. 2 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπή, στη μετατροπή 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή τών εχθρών στο πεδίο τής μάχης 3. αυτός που προξενεί φυγή ή ήττα, φοβερός («Ἕκτορος ὄμμασι τροπαῖοι» φοβεροί στα μάτια τού Έκτορος,… …   Dictionary of Greek

  • ποτιτρόπαιος — ον, Α (δωρ. τ.) προστρόπαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τρόπαιος (< τροπή < τροπή), πρβλ. απο τρόπαιος, προσ τρόπαιος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”