ἀπο-σβέννυμι

ἀπο-σβέννυμι

ἀπο-σβέννυμι (s. σβέννυμι), auslöschen, vertilgen. λαμπρὸν γένους φῶς Soph. frg. 497; πῠρ Plat. Crit. 120 a; κακόν Rep. VIII, 556 a; φλογός, κρήνης ἀποσβεσϑείσης, Tim. 58 c Crit. 112 c. – Med. u. aor. II., perf. act., erlöschen, vergehen, ὁ λύχνος ἀπεσβήκει Plat. Conv. 218 b; vgl. Polit. 269 b; ἀπέσβη πυρσὸς ἔρωτος Strat. 24 (XII, 182); τὸ γένος ἀπέσβη Xen. Cyr. 5. 4, 30; τὸ ἱππικὰ μελετᾶν ἀπέσβηκε 8, 8, 13, ist eingegangen; ἀπέσβας Theocr. 4, 39, Schol. erkl. ἀπέϑανες, u. so Sp. öfter; ἀπεσβήκει Δημοσϑένης Plut. Dem. 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… …   Dictionary of Greek

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

  • πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • καντηλοσβέστης — και καντηλοσβήστης, ο και ως θηλ. καντηλοσβήστρα (Α κανδηλοσβέστης, Μ κανδηλοσβέστρια) γενική ονομασία τών νυκτόβιων εντόμων που έλκονται από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα / καντήλα + σβέστης / σβήστης (< σβέννυμι / σβήνω), πρβλ. κηρο σβέστης …   Dictionary of Greek

  • πυροσβέστης — ο, Ν 1. αυτός που σβήνει τη φωτιά 2. άνδρας που ανήκει στο οργανωμένο σώμα το οποίο έχει ως αποστολή και έργο του την κατάσβεση πυρκαγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • φωτοσβέστης — ο, Ν 1. αυτός που σβήνει το φως 2. (κυρίως μτφ.) ο πολέμιος τού πνευματικού φωτός, τής παιδείας και κάθε μορφής προόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»), πρβλ. πυρο σβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”