ἀπο-σκήπτω

ἀπο-σκήπτω

ἀπο-σκήπτω, auf etwas stützen, mit Gewalt daraufschlagen, schleudern, βέλεα ἔς τι, vom Blitz, Her. 7, 10, 5; übertr., ὀργὴν εἴς τινα Dion. Hal. 6, 55; τιμωρίαν D. Sic. 1, 70. 13, 102. – Häufiger intr., fallen, αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plut. Pomp. 19; übertr., αἱ ὀργαὶ ἔς σ' ἀπέσκηψαν Eur. Hipp. 438; ausschlagen, ausfallen, ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φαῦλον Her. 1, 120, wo es nachher ἐς ἀσϑενὲς ἔρχεται heißt; εἰς τὴν τῶν ἐχϑρῶν βλάβην, sich darauf legen, Pol. 9, 9, 4, u. öfter bei D. Hal., z. B. τελευτῶσα εἰς χεῖρας ἀπέσκηψεν ἡ ἔρις 9, 48. Bei den Aerzten von Krankheiten, sich auf eineneinzelnen Theil werfen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… …   Dictionary of Greek

  • σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… …   Dictionary of Greek

  • επισκηπτικός — ή, ό αυτός που διευθύνεται ορμητικά από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι σκήπτω «ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει» + επίθημα ικός]. < …   Dictionary of Greek

  • σκηνίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”