ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] … Dictionary of Greek
ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] … Dictionary of Greek
θελξίφρων — θελξίφρων, ον (Α) 1. θελξίνους* 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θεμερόφρων — θεμερόφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θεόφρων — θεόφρων, ον (AM) αυτός που έχει θείο φρόνημα, ο ευσεβής («τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.). επίρρ... θεοφρόνως (AM) με τη θεία φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θνητόφρων — θνητόφρων, ον (Μ) αυτός που σκέπτεται θνητά, μάταια, εφήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + φρων (< φρην), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θρασύφρων — θρασύφρων, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + φρων (< φρην, ενός), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
κοινόφρων — κοινόφρων, ον (Α) αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
περίφρων — ο, η, ΜΑ συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. δόλιος, πανούργος 2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] … Dictionary of Greek
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek