- ἀπο-σμύχω
ἀπο-σμύχω, über Schmauchfeuer langsam verzehren, verschmachten, ἀποσμυγέντες Luc. Mort. D. 6, 3. Andere erklären es als Nebenform von ἀπομύττω, betrügen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σμύχω, über Schmauchfeuer langsam verzehren, verschmachten, ἀποσμυγέντες Luc. Mort. D. 6, 3. Andere erklären es als Nebenform von ἀπομύττω, betrügen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
περισμύχω — Α 1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά 2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»] … Dictionary of Greek