- ἀπο-σπάραγμα
ἀπο-σπάραγμα, τό, das abgerissene Stück, Theodorid. 8 (XIII, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σπάραγμα, τό, das abgerissene Stück, Theodorid. 8 (XIII, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάραγμα — το 1. κατασπάραξη, ξέσκισμα: Παρακολούθησε το σπάραγμα του μικρού ζώου από το λιοντάρι. 2. σπαρτάρισμα: Ένιωσε το σπάραγμα του ψαριού μέσα στα χέρια του. 3. σπαραγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάραγμα — το, ΝΑ [σπαράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω 2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου νεοελλ. μτφ. εκδήλωση σπαραγμού αρχ. λατύπη … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek
Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… … Dictionary of Greek
ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
σπάσμα — το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ] σπασμωδική κίνηση, σύσπαση νεοελλ. σύσπαση, σπασμός μσν. το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.) αρχ. 1. διάρρηξη μυϊκών ινών 2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου,… … Dictionary of Greek