ἀ-πορία

ἀ-πορία

ἀ-πορία, , der Zustand eines ἄπορος, 1) Rathlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit, ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος Her. 1, 79; vgl. 2, 141; ἀπορίῃσιν ἐνεί. χετο 1, 190; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσϑαι 4, 131. 9, 98; Antiph. 5, 65; Plat. Gorg. 522 a; εἰς ἀπορίας ἐμβάλλειν Tim. 91 c; ἐμπίπτειν Theaet. 174 c; παρέχειν Lys. 19, 1. – 2) Mangel, σοφῶν ἀνδρῶν Ar. Ran. 805; τῶν οἰκείων Plat. Rep. III, 405 b; τῶν ἐπιτηδείων Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; Ggstz τὸ ἀργύριον πορίζεσϑαι Plat. Men. 78 e; Geldverlegenheit, Dem. 30, 10; καὶ δυςχρηστία Pol. 1, 28. 1 u. öfter. Auch τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, Mangel an Ruhe, Thuc. 2, 49. – 3) Bedenklichkeit, Zweifel, ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. Prot. 324 d. Die Frage, Untersuchung, ἡ περὶ σοφίαν ἀπορία καὶ ζήτησις Plat. Epin. 974 c; oft Arist., z. B. top. 6, 6, bes. ἀπορίαν λύειν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • ποριά — η, Ν βλ. πορειά …   Dictionary of Greek

  • ποριά — η πέρασμα, διάβαση, πόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρια — πόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπορία — ἰσοπορία, ἡ (Μ) ισοδυναμία, ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πορία (< πορος < πόρος), πρβλ. ευ πορία, οδοι πορία] …   Dictionary of Greek

  • πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …   Dictionary of Greek

  • АПОРИЯ — (от греч. aporia затруднение, недоумение) трудноразрешимая проблема, связанная с противоречием между данными опыта и их мысленным анализом. Наиболее известны А., сформулированные др. греч. философом Зеноном Элейским. В А. «Ахилл» говорится о том …   Философская энциклопедия

  • μισθοπορία — μισθοπορία, ἡ (Μ) η παροχή μισθού, η μισθοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πορία (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”