ἀπ-οργής

ἀπ-οργής

ἀπ-οργής, ές, zornlos, sanft, Hippocr.; abgeärgert, nach Herm. bei Antiphan. Schol. Vat. Eur. Froad. 822, Mein. vermuthet περιοργής oder ἀμοργῇς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὀργῆς — Ὀργεύς masc nom pl Ὀργεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργῆς — ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) ὀργάζω soften fut ind act 2nd sg (doric) ὀργή natural impulse fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • гнѣвьныи — (34) пр. 1. Относящийся к гнѣвъ в 1 знач.: погѹбить м(о)лтвьнѹѭ красотѹ помнѣниѥ гнѣвьноѥ Изб 1076, 55; Вельми хощеть нѹдитис˫а чл҃вкъ. да ѹдьржить страсть гнѣвьнѹю. СбТр ХII/XIII, 70; д҃хъ бо гнѣвныи в нашемь ср҃дци сѣдѩи. ПрЛ XIII, 58в;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αοργησία — ἀοργησία, η (AM) [αόργητος] η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα αρχ. πλήρης έλλειψη οργής …   Dictionary of Greek

  • απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… …   Dictionary of Greek

  • μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής …   Dictionary of Greek

  • παρόργισμα — τὸ, Α [παροργίζω] 1. η πρόκληση οργής 2. η αιτία τής οργής …   Dictionary of Greek

  • περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] …   Dictionary of Greek

  • ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ …   Dictionary of Greek

  • φιλοργής — ές, Α (ποιητ. τ.) ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οργής (< οργή), πρβλ. περι οργής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”