ἀπο-πάσχω

ἀπο-πάσχω

ἀπο-πάσχω (s. πάσχω), bei den Stoikern als Ggstz von πάσχω, sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαϑε, ὅτι ἡμέρα ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάσχω — βλ. πίν. 31 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πάσχω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται το ρ. με αόριστο έπαθα. Λόγω της ειδικής έννοιας που έχει στα νέα ελληνικά (→ υποφέρω από) δεν απαντάται στον αόριστο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • ἀπόπαθε — ἀπό πάσχω have aor imperat act 2nd sg ἀπό πάσχω have aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπαθόντες — ἀπό πάσχω have aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματουρώ — πάσχω από αιματουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + ουρώ] …   Dictionary of Greek

  • καψιδιάζω — πάσχω από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάζω (πρβλ. αγκαθι άζω, χνουδι άζω)] …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγώ — πάσχω από ισχιαλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οσφυαλγώ — πάσχω από οσφυαλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”