ἀπο-παύω

ἀπο-παύω

ἀπο-παύω (s. παύω), aufhören, abstehen lassen, hemmen, Πηλείωνα Il. 18, 267; μένος 21, 340; Ἀλκμήνης τόκον 19, 119; mit dem inf., τὸν ἄναλτον ἀλητεύειν Od. 18, 114; vgl. 12, 126; τινά τινος, πολέμου Il. 11, 323; πένϑεος Her. 1, 46; ἐμὲ ἐρώτων Soph. Ai. 1185; σὲ λόγου μακροῦ Eur. Suppl. 662; τοῦ ἀκροβολίζεσϑαι Xen. Cyr. 8, 8, 22; vgl. Oec. 14, 8; ὠδῖνα ἐγείρειν καὶ ἀποπ. Plat. Theaet. 151 a; bei Soph. O. C. 1759 ϑρῆνον ἐγείρειν u. ἀποπαύειν entgeggstzt. – Häufiger ist im Att. das med., aufhören; absolut, ἐγὼν ἀποπαύσομαι Iliad. 21, 372; οὐ μὲν σφῶί γ' ὀίω πρίν γ' ἀποπαύσεσϑαι 5, 288; τινός, ϑρήνων Soph. El. 224; τοῦ λόγου Plat. Prot. 328 d; ἀποπαύε' ἀοιδῆς, mit dem Gesang, ablassen davon, Od. 1, 340; ἀποπαύεο πολέμου Iliad. 1, 422; μάχης ἀποπαύεαι 16, 721; πολέμου ἀποπαύσεται 8, 473; τοῦ δάκνειν Xen. Cyr. 7, 5, 62; – das activ. in derselben Bdtg, οὐκ ἀπὸ πυγμαχίης ἀποπαύσετε, M. Scaev. ep. (IX, 217).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παύω — παύω, έπαψα και έπαυσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: παύω, παύομαι : με αόρ. έπαυσα και με παθητική φωνή έχει την ειδική έννοια → απολύω, απομακρύνω κάποιον από θέση εργασίας, αξίωμα κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • παύω — έπαψα, παύτηκα, παυμένος αμτβ. 1. διακόπτω, σταματώ. 2. απομακρύνω, απολύω: Τον έπαψαν από τη δουλειά. 3. μτβ., σταματώ, διακόπτομαι: Έπαψε ο αγέρας. 4. σιωπώ: Πάψε, γιατί μας ακούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενυστάζω — παύω να νυστάζω, απαλλάσσομαι από την υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + νυστάζω] …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταπαύω — (AM καταπαύω, Α και ποιητ. τ. καππαύω) 1. παύω κάτι εντελώς, τερματίζω οριστικά, προκαλώ τον τελειωτικό τερματισμό, το σταμάτημα 2. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω, γαληνεύω, καταπραύνω («κατέπαυσε τους πόνους») 3. (αμτβ.) ειρηνεύω, ησυχάζω 4. (αμτβ.) …   Dictionary of Greek

  • ξε(γ)νοιάζω — ξέ(γ)νοιασα, ξε(γ)νοιάστηκα, ξε(γ)νοιασμένος 1. παύω να νοιάζομαι, απαλλάσσομαι από έγνοιες, από φροντίδες, αποτελειώνω έργο: Ξέγνοιασα νωρίς σήμερα από τις δουλειές μου. 2. το μέσ., ξε(γ)νοιάζομαι παύω να φροντίζω, αδιαφορώ, μένω ήσυχος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”