παρά-πηγμα

παρά-πηγμα

παρά-πηγμα, τό, alles an Etwas Befestigte, Anschlag, bes. eine Tafel, auf der Gesetze oder Verfügungen, Beobachtungen über den Lauf der Gestirne u. dgl. verzeichnet und aufgestellt sind, Kalender, Sp., vgl. D. Sic. 1, 5, τοὺς πρὸ τῶν Τρωϊκῶν χρόνους οὐ διοριζόμεϑα βεβαίως διὰ τὸ μηδὲν παράπηγμα παρὰ τούτων παρειληφέναι περὶ τούτων πιστευόμενον, keine beglaubigte Angabe der Zeiten. Uebertr. auch Vorschrift, Regel, τῆς ἀναλογίας, Sext. Emp. adv. gramm. 240, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πασσαλόπηγμα — το 1. σύνολο από πασσάλους ή πασσαλοσανίδες που έχουν εμπηχθεί στο έδαφος για θεμελίωση οικοδομήματος 2. προστατευτικός τοίχος από πασσαλοσανίδες για συγκράτηση όγκων χωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πήγμα (< πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. παρά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρπηγμα — το, Ν 1. πρόσθετο δομικό κατασκεύασμα πάνω από την κύρια κατασκευή 2. ναυτ. περίκλειστο διαμέρισμα πάνω από το κατάστρωμα, το οποίο χρησιμεύει ως πυροβολείο ή για τη διαμονή μελών τού πληρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + πήγμα (πρβλ. παρά πηγμα)] …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”