ἀ-πείρων

ἀ-πείρων

ἀ-πείρων, ον (πέρας), 1) unbegrenzt, unermeßlich, oft bei Hom. γαῖα, κατ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 17, 418, sonst stets ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, Iliad. 7, 446. 24, 542 Od. 1, 98. 5, 46. 17, 386. 19, 107, πολλὴν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 15, 79; πόντον ἀπείρονα Od. 4, 510; Ἑλλήσποντος Il. 24, 545; δῆμος 24, 776; ὕπνον, ohne Ende, Od. 7, 286; δεσμοὶ τρὶς τόσσοι ἀπείρονες 8, 340; δόξα Pind. P. 2, 64; kreisrund, Aesch. frg. 434; vgl. Ar. bei Schol. Il. 14, 200 u. B. A. 420; καρπὸς Ἰάκχου Agath. 24 (XI, 64). – 2) (πεῖρα) unerfahren, unwissend, Soph. O. R. 1089.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πειρῶν — Πείρη fem gen pl Πείρης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρῶν — πεῑρῶν , πεῖρα trial fem gen pl πειρά sharp point fem gen pl πειράω attempt pres part act masc voc sg πειράω attempt pres part act neut nom/voc/acc sg πειράω attempt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πειράω attempt pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πείρων — Πεῖρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρων — πείρω pierce pres part act masc nom sg πειράω attempt imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πειράω attempt imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρων — ἄπειρος 1 without trial masc/fem/neut gen pl ἄπειρος 2 boundless masc/fem/neut gen pl ἀπείρων 1 without experience masc/fem nom sg ἀπείρων 2 boundless masc/fem nom sg ἀ̱πείρων , ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • πολυπείρων — ον, Α 1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.) 2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παραπείρων — παρά , ἀπό εἴρω fasten together in rows pres part act masc nom sg παρᾱπείρων , παρά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρᾱπείρων , παρά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 1st sg (doric aeolic) παρά πείρω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμόνι — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σιδηρουργός, ικανό να αντέχει στις κρούσεις της σφύρας. Πάνω σε αυτό τοποθετείται το μεταλλικό υλικό (σίδερο, χαλκός, κράματα κλπ.), που έχει πυρωθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία και σφυροκοπείται για να πάρει το… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • περόνη ασφαλείας — Μηχανολογικό εξάρτημα από λεπτό χαλύβδινο (ή άλλου μετάλλου) σύρμα εξέλασης, αναδιπλωμένο γύρω από τον εαυτό του ώστε να σχηματίζει μικρό δακτύλιο στο ένα άκρο του. Τοποθετείται στα άκρα πείρων, για να εμποδίζει την ολίσθησή τους από τις έδρες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”