- ὀπιδνός
ὀπιδνός, geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) ϑεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπιδνός, geschen't, gefürchtet, ἥτε (Στύξ) ϑεοῖσι ῥιγίστη πάντεσσιν ὀπιδνοτάτη τε πέλεται, Ap. Rh. 2, 292, Schol. ἐπιστροφῆς ἀξία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπιδνός — ὀπιδνός, ή, όν (Α) φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< *ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. νός (πρβλ. αλαπαδ νός, τερπ νός)] … Dictionary of Greek
ὀπιδνοτάτη — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνῇ — ὀπιδνός dreaded fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνή — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)