ἀ-πειθής

ἀ-πειθής

ἀ-πειθής, ές (πείϑομαι), ungehorsam, τινί Thuc. 2, 84; νόμοις Plat. Legg. XI, 936 b, u. öfter; ἀπειϑέστατοι στρατιῶται Xen. Mem. 3, 5, 19; von Pferden, Equ. 3, 6; trotzig, hart, τύχη Pind. frg. 15; ἀδάμας Paul. Sil. 3 (V, 246); κακὸς καὶ ἀπειϑὴς χῶρος, von der Unterwelt, Hermesianax bei Ath. XIII, 597 b; von Schiffen, Thuc. 2, 84, schwer zu lenken. – Aber μῦϑον ἀπειϑῆ ἐρεῖν, Theogn. 1235, nicht überredend; vgl. πρὸς τὴν γεῠσιν ἀπ., zum Kosten nicht einladend, Ath. III, 87 c. – Adv., ἀπειϑῶς ἔχειν πρός τινα, ungehorsam sein gegen Einen, Plat. Ben. III, 891 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείθῃς — πείθω persuade pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …   Dictionary of Greek

  • θεοπειθής — θεοπειθής, ές (AM) αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ πειθής, ταχυ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • καταπειθής — καταπειθής, ες (Α) ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι πειθής, ευ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοπειθής — ἑτοιμοπειθής, ές (ΑΜ) αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • νεοπειθής — νεοπειθής, ες (Α) 1. (γενικά) αυτός που πείστηκε πρόσφατα ή αυτός που πειθάρχησε πρόσφατα 2. (ειδικά) αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • παμπειθής — παμπειθής, ές (Α) αυτός που πείθει, που παρασύρει τους πάντες («τὸν δὲ παμπειθῆ πόθον», Πίνδ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • ταχυπειθής — ές, ΜΑ εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.) αρχ. αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ πειθής] …   Dictionary of Greek

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”