ἀπειλητικός

ἀπειλητικός

ἀπειλητικός, drohend, ῥήσεις Plat. Phaedr. 268 c; νόμιμα Legg. VII, 823 c; ὄμματα Xen. Mem. 3, 10, 8; βλέμμα Poll. 2, 59.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπειλητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλητικός — ή, ό (AM ἀπειλητικός, ή, όν) αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός …   Dictionary of Greek

  • απειλητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει απειλή: Μου στειλαν ανώνυμη απειλητική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπειλητικά — ἀπειλητικός neut nom/voc/acc pl ἀπειλητικά̱ , ἀπειλητικός fem nom/voc/acc dual ἀπειλητικά̱ , ἀπειλητικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικώτερον — ἀπειλητικός adverbial comp ἀπειλητικός masc acc comp sg ἀπειλητικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικῶν — ἀπειλητικός fem gen pl ἀπειλητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικόν — ἀπειλητικός masc acc sg ἀπειλητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικαῖς — ἀπειλητικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικαί — ἀπειλητικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικοῖς — ἀπειλητικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητικοί — ἀπειλητικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”