παροίτατος

παροίτατος

παροίτατος, superl. zu πάροιϑε, πάρος, der vorderste, auch der eheste, früheste, ὅς μιν ἔτυψε παροίτατος Ap. Rh. 2, 29, vgl. 1, 910.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παροίτατος — before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… …   Dictionary of Greek

  • παροιτάτωι — παροιτάτῳ , παροίτατος before masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”