ἀ-πιστία

ἀ-πιστία

ἀ-πιστία, , 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνϑρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιστία — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • πιστιά — (pistia). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των αροϊδών, με το μοναδικό είδος π. ο στρατιώτης. Είναι αυτοφυές των τροπικών και παρατροπικών περιοχών της Γης. Πρόκειται για υδρόβια που επιπλέουν, με ρίζες υποβρύχιες. Τα φύλλα της σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”