- ἀ-παρά-σημος
ἀ-παρά-σημος, unverfälscht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-παρά-σημος, unverfälscht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… … Dictionary of Greek