- ἀπ-αρύτω
ἀπ-αρύτω, = folgd., Plut. Tranqu. an. 11, τινός, u. oft; auch med., ὁ τῆς μνήμης τῶν ἀγαϑῶν ἀπαρυτόμενος, der für sich aus der Erinnerung schöpft, cons. ad ux. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αρύτω, = folgd., Plut. Tranqu. an. 11, τινός, u. oft; auch med., ὁ τῆς μνήμης τῶν ἀγαϑῶν ἀπαρυτόμενος, der für sich aus der Erinnerung schöpft, cons. ad ux. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρύτω — ἀρύω draw pres subj act 1st sg (attic) ἀρύω draw pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
αναρύτω — ἀναρύτω (Α) αντλώ, βγάζω νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρύτω (αττ. τ. τού αρύω «αντλώ»). ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις] … Dictionary of Greek
αρύταινα — ἀρύταινα, η (Α) 1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω] … Dictionary of Greek
επαρύτω — ἐπαρύτω (Α) χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»] … Dictionary of Greek