ἀ-πύθμενος

ἀ-πύθμενος

ἀ-πύθμενος (πυϑμήν), ohne Wurzel, ohne Boden, φιάλη Ath. XI, 501 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυθμένος — πυθμήν bottom masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθοπύθμενος — ὀρθοπύθμενος, ον (Α) (για αγγείο) αυτός που έχει ευθεία βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πύθμενος (< πυθμήν, ένος), πρβλ. οξυ πύθμενος] …   Dictionary of Greek

  • λοχμώδης — ες (Α λογμώδης, ῶδες) [λόχμη] 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολλές λόχμες 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, δασύς σαν λόχμη, σύνδενδρος, θαμνώδης, πυκνοφυτεμένος αρχ. 1. (για υδροχαρή φυτά) αυτός που εξαπλώνεται και σχηματίζει λόχμη («φύονται δ ἐξ …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”