λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
γυρομαγνητικός λόγος — Ο λόγος της μαγνητικής ροπής ενός συστήματος προς τη μηχανική του ροπή (στροφορμή). Ένα ηλεκτρόνιο που κινείται σε μία τροχιά Μπορ γύρω από τον πυρήνα έχει γ.λ. γe= e/2m, όπου e το φορτίο του ηλεκτρονίου και m η μάζα του. Ο γ.λ. του ηλεκτρονίου… … Dictionary of Greek
аполо́г — а, м. лит. Краткое иносказательное повествование из жизни животных с ясно выраженной моралью, давшее начало басне. [греч. ’απολογος] … Малый академический словарь
απόλογος — ο (AM ἀπόλογος) απολογία, λογοδοσία μσν. νεοελλ. απόκριση, απάντηση νεοελλ. τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου αρχ. 1. διήγηση, ιστόρημα 2. μύθος, αλληγορία 3. λογαριασμός, απολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
επιπεντεκαιδέκατος — (λόγος), ο (Α ἐπιπεντεκαιδέκατος λόγος) 1. μαθημ. ο λόγος τού 16 προς 15 2. (βυζ. μουσ.) «επιπεντεκαιδέκατος» ή «ελάχιστος τόνος» ο ένας από τους τρεις τόνους τής διατονικής κλίμακας τής βυζαντινής μουσικής … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek