- ἀπό-λουμα
ἀπό-λουμα, τό, das Abgewaschene, τὸ ῥυπαρόν, Schol. Ar. Equ. 1398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-λουμα, τό, das Abgewaschene, τὸ ῥυπαρόν, Schol. Ar. Equ. 1398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… … Dictionary of Greek